- λυσσῶντες
- λυσσάωto be ragingpres part act masc nom/voc plλυσσόωenragepres part act masc nom/voc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
бѣсьноватисѧ — БѢСЬН|ОВАТИСѦ (32), ОУЮСѦ, ОУѤТЬСѦ гл. 1.Быть одержимым бесом, быть безумным: о iмущемь жену бѣснующю(с). i того ради хотѩщiмъ иную по˫ати. КР 1284, 34г; ини же, гладомь гыблюще, ˫ако пси бѣсноующесѩ ристахоу (λυσσῶντες) ГА XIII XIV, 162а; к… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λαθροδήκτης — (Latrodectus). Γένος μικρών, δηλητηριωδών αραχνών της τάξης araneae, της οικογένειας therididae. Ξεχωρίζει από τα κόκκινα στίγματα που φέρει στη μαύρου χρώματος κοιλιά της. Ζει κατά μέσο όρο 1 έως 3 χρόνια και τα θηλυκά γεννούν χιλιάδες αβγά το… … Dictionary of Greek